καπνοβόρος

καπνοβόρος
-ο, θηλ. και -α
1. αυτός που απορροφά τον καπνό ο οποίος βγαίνει από τη φωτιά ή που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού
2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοβόρος
συσκευή ή διάταξη που συντελεί στην τελειότερη καύση τών καύσιμων υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -βόρος (< βορά «τροφή ζώων»), πρβλ. αιμο-βόρος, θυμο-βόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”